Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Όταν ο θάνατος χτυπά την πόρτα της αυταπάτης σου.

Άβουλε θεατή, που καταναλώνεις τη φρίκη σιωπηλός, η κατάρα σού χτύπησε την πόρτα. Τα πτώματα ξεβράζονται πια στην αυλή σου. Δεν μπορείς να κάνεις ότι δεν ακούς, ότι δεν βλέπεις. Η μυρωδιά του θανάτου είναι βαριά, σκεπάζει το παρόν και προδιαγράφει το μέλλον. Δεν φτάνουν η «συμπάθεια» και η συμπόνια. Ούτε τα δάκρυα. Όσο σωπαίνεις, όσο ανέχεσαι, όσο «ελπίζεις», γίνεσαι συνένοχος. Με το αίμα των αθώων βάφονται και τα δικά σου χέρια. Κάνε κάτι. Μίλα...!
....................
Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. 
Είχανε κλείσει ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν
κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από

πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.
Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν
στα νερά τη σκιά τους, κι ήτανε σα αγάλματα μικρά της ερημιάς και της
γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη
τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου
πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.
Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι δεν ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν.
Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες
τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά
με το φεγγάρι.
Γιάννης Ρίτσος

......................................... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου